Κείμενο του αείμνηστου Γεώργιου Μπεμπέτσου.
Στη δημοσίευση έχουμε διατηρήσει ατόφια τη γραφή του συντάκτη.
"Κατόπιν θερμής παρακλήσεως των εγγονών μου , Παναγιώτη Κ. Μπεμπέτσου και αδελφών Δημητρίου και Αθανασίου Βέργαδου, να γράψω εν περιλήψει την όλη ατομική μου περιπέτεια τού πολέμου τής Αλβανίας 40-41 εις ενθύμιον. Τις κακουχίες ταλαιπωρίες, που υποφέραμε από τον βαρύ χειμώνα στα βουνά τής Αλβανίας. Αλλά ο πανάγαθος Θεός δεν μας άφησε.
Ήταν ημέρα Κυριακή !! ξημέρωνε Δευτέρα !! που έστειλαν οι Ιταλοί τους πρέσβυ τους δωπέρα !!! που έστειλαν οι Ιταλοί τους πρέσβυ τους δωπέρα! Ένα θερμάνι στείλανε εντός τής τρεις η ώρα ! Να παραδώσουν τα κλειδιά κι ολόκληρη τη χώρα !!! Να παραδώσουν τα κλειδιά κι ολόκληρη τη χώρα !!! τρά λαλαλαλάμ- τρά λαλαλαλάμ- τρά λαλαλαλάμ !!!(δις ) Και ο λαός απήντισε !! ασέ να ξημερώση. Για να ξυπνήση ο τσολιάς να σού την παραδώση !!! Μα ο τσολιάς σαν ξύπνησε δεν έχει τι να κάνη !!!! ένα κανόνι βούτυξε με δέκα μέτρα κάνι !!! ένα κανόνι βούτυξε με δέκα μέτρα κάνι !!!
28 Οκτωβρίου 1940 ημέρα Δευτέρα πρωί ήτο τότε η εποχή τής σποράς.
Όλοι μας οι αγρότες ξεκινήσαμε να πάμε να σπείρουμε σιτάρι έως τής 9 η ώρα, είχαμε σπείρη δύο σποριές περίπου, έξαφνα ακούμε να κτυπούν οι καμπάνες, εμείς είμεθα κοντά στο χωριό. Αμέσως ζητήσαμε να μάθουμε , τι συμβαίνει , τι συμβαίνει βρε παιδιά !!! Μας κήρυξε τον πόλεμο η Ιταλία ! Αμέσως ξεπεζέψαμε όλοι οι αγρότες τα ζευγάρια και πήγαμε στο χωριό.
Διέδιδε κάθε λίγο το ραδιόφωνο έκτατο δελτίο ειδήσεων, και εν τω μεταξύ γενική επιστράτευσι , είκοσι κλάσεις υπό τα όπλα. Την άλλη ημέρα Τρίτη μάς είπε ο παπάς Παν. Γιαννακόπουλος να συκωθούμε 1 ώρα νύχτα θα γίνη θεία Λητουργία, και να μεταλάβουμε των αχράντων μυστηρίων και όπως έγινε !!! Μετά κατά την 10 η ώρα αποχαιρετίσαμε τους γονείς μας τις γυναίκες μας και όλλους εν γένει τους συγγενείς μας και πατριώτες μας και με θερμά δάκρυα αποχωρήσαμε, πήγαμε στη Σπάρτη.
Εκεί είχαν επιστρατευθή όλα τα αυτοκίνητα, και κάθε λίγο έφευγον για το ενδέκατο Σύνταγμα Τριπόλεως. Η επιστράτευσις γινόταν στην περιοχή τής Τεγέας, για λόγους ασφαλείας. Εκεί μείναμε σχεδόν μία εβδομάδα είχαν πολλές αποθήκες ιματισμού και όπλων, επήγα και εγώ σε μνιά αποθήκη να πάρω το δέμα ιματισμού, μέσα όμως στο δέμα, κατά τύχη ήτο η χλαίνη γυρισμένη δηλαδή παλιά, ήτο εκεί ένας αποθηκάριος ανθιπασπιτής τού λέγω κ. Ανθιπασπιτά με αυτή τη χλαίνη θα πάω στην Αλβανία ; θα κρυώσω. Τότε μού δίδη το χέρι του με ανεβάζει επάνω και μού λέγει πήγαινε μέσα και πάρε όποια θέλεις !!! Ήτο εξαιρετικό παιδί, μάλιστα τον έκανα και Δημηρίτη. Μέρα παρά μέρα φεύγανε διάφορες αποστολές για το μέτωπο.
Ήλθε και η σειρά μας και φύγαμε και φτιάξαμε για πρώτη φορά τα αντίσκινά μας στην Καλαμπάκα στα Μετέωρα εκεί μείναμε την πρώτη βραδυά.
Την άλλην ημέρα άρχισαν οι συνεχείς πορίες με όλο τον οπλισμό εν καιρώ εξστρατίας δηλαδή τον γελιό 25 έως 30 οκάδες βαρύς. Ξεκινήσαμε για το Μέτσοβο σχεδόν όλη την ημέρα πορεία , εκεί διανυκτερεύσαμε και την άλλη ημέρα ξανά πορεία περάσαμε πολλά χωριά, και το τελευταίο χωριό αυτής τής ημέρας ήτο το χωριό Κουτσούφλιανη.
Εκεί φθάσαμε έπειτα από μεγάλο χειμώνα, έριχνε ραγδεοτάτη βροχή και μεις βαδίζαμε πορία, βρεχθήκαμε ακόμη και στης αμασχάλες. Τέλος κατά την 9 η ώρα το βράδυ φθάσαμε κοντά στο χωριό εμείς ωσάν στραυοί από τον βαρύ χειμώνα σπάσαμε την πόρτα ενός καλυβιού και μπήκαμε μέσα, χωθήκαμε μέσα στις καλαμποκιές ίσια μόνον να είνε έξω το στόμα μας να αναπνέομε και να εισπνέομε, σηκωθήκαμε την άλλη ημέρα κατά τής 10 η ώρα !!! Το σπουδαίο ήτο ότι στεγνώξαμε τα ρούχα επάνω μας.
Τέλος συνεχίσαμε την πορεία, και το βράδυ φθάσαμε στην τοποθεσία ονόματι στον κάμπο τού Δεσπότη.
Εκεί καθήσαμε περίπου δύο ημέρες και ανασυκροτηθήκαμε όλη η Στρατιά Συντάγματος και Τάγματα και ξανά ξεκινήσαμε νέες πορίες περάσαμε την Κατάρα του Νομού Ιωαννίνων, και το βράδυ φθάσαμε πιό επάνω από τα Γιάννενα, ένα χωριό ονόματι Μάρμαρα. Εκεί διανυκτερεύσαμε που είχαμε μόνον μία κουβέρτα μέσα στο δρυμί ψύχος και πάγος. Κρυομένη παγωμένη άυπνοι και σχεδόν νηστικοί. Την άλλη ημέρα έπειτα από μακρυνή πορεία φθάσαμε σε ένα άλλο χωριό ονόματι Μηλιά. Είμεθα ολόκληρο το τάγμα πλήρες με τον λόχο πολυβόλων και μεταγωγικά του. Εκεί μείναμε μία εβδομάδα, το χωριό είνε σχεδόν μνιά χαράδρα και σε δάσος.
Πιο πάνω που ήτο ο ποταμός Καλαμάς έγινε η μεγάλη μάχη με τους Ιταλούς, και η δική μας αποστολή ήτο εάν τυχόν και σπάσουν οι Ιταλοί το μέτωπο, να τους περιμένουμε εμείς εκεί στη χαράδρα, δύο σχεδόν , ημερόνυχτα έβαζαν τα πυροβολικά μας , μάς ξεκουφάνανε. Τέλος έσπασε το μέτωπο των Ιταλών , και άρχισε η οπισθοχώρησις κυνηγόντας μέχρι τα υψώματα τού Τεμπελανίου.
«Αέρα, αέρα , φούσκωτον στο μπούτι ουρέ» (φώναζαν οι φαντάροι μας)!
Τότε και εμείς αρχίσαμε νέες πορίες , καινούργιες περιπέτειες , περάσαμε τον ποταμό Καλαμά , οίδαμε πολλούς Ιταλούς σκοτωμένους πήραμε πολλά λάφυρα , αποθήκες πυρομαχικών όπλων και τροφίμων και φθάσαμε στα σύναρά μας , εκεί καθήσαμε να ξεκουραστούμε. Εκεί ήτο δύο φυλάκια δικά μας και οι Ιταλοί στην αρχή τα καταλάβανε και μπήκανε στο έδαφος μας έπειτα από μεγάλη μάχη. Τότε μάς λέγουν οι αξιωματικοί μας «παιδιά τώρα μπαίνουμε στο Αλβανικό έδαφος να προσέξουμε πολύ, διότι θ’ αντιμετωπίσουμε ένα τάγμα θανάτου Αλπινιστάς, δηλαδή ο καλύτερος στρατός τού Μουσολίνη», εμείς απαντίσαμε στους αξιωματικούς μας είμεθα όλοι τάγματα θανάτου !!!
Προχωρήσαμε μέσα στο Αλβανικό έδαφος, περάσαμε χωριά, δεν υπήρχε κανένας και λάβαμε διαταγή να πάμε προς τους Αγίους Σαράντα, δηλαδή προς το παραλιακό μέτωπο. Φθάσαμε σε ένα χωριό, δεν πέρασε μία ώρα και ήλθε εσπευμένος ένας σύνδεσμος να ξαναπάμε πίσω και να πάμε προς το κεντρικό μέτωπο, διότι ανήκαμε στη τέταρτη Μεραρχία τής Πελοποννήσου, που θεορείτο η καλύτερη, μάλιστα είχε ονομασθή ΣΙΔΗΡΑ!!! Αυτή ήτο η μεγαλύτερη πορεία που κάναμε, σε όλο το διάστημα τού πολέμου, δηλαδή 24 ώρες συνεχείς πλήν μιάς ώρας. Μάλιστα διεδώθη ότι σπάσανε οι Ιταλοί το μέτωπο και πάμε εσπευμένος προς ενύσχιση, αλλά ήτο ψέμα! Τέλος με τον γυρισμό που κάναμε, πήγαμε προς το χωριό Δέλβινο, εκεί βρήκαμε Έλληνες και Ελληνοπούλες, μάς υποδέχθηκαν με μεγάλη χαρά. Χορέψαμε για λίγο, βάλανε την Ελληνική σημαία, και μάς δώσανε ψωμί μπομπότα και φάγαμε.
Τώρα μπροστά μας υπήρχε ένα ύψωμα με χιόνι, μάς είπαν οι αξιωματικοί μας «παιδιά θ΄ ανεβούμε επάνω στο ύψωμα να το ανυχνεύσουμε, πιθανόν να βρούμε υπολείματα Ιταλών», και πράγματι έγινε αυτό δεν βρήκαμε τίποτε και μετά από ταλαιπορία και κούρασι μπήκαμε στο Αργυρόκαστρο. Οι πρώτοι είμεθα εμείς, εκεί βρήκαμε Έλληνες , ήπιαμε καφέ, αγοράσαμε ψωμί από φούρνους και έπειτα από μία ώρα φύγαμε έξω από την πόλι και φτιάξαμε τ΄ αντίσκινά μας σε ένα αυχένα. Αυτό το βράδυ μού έμεινε αξέχαστο, όλη την νύχτα έβρεχε κατεγίδες, να έχει πολύ δυνατόν αέρα να μην αφίνει ούτε αντίσκοινα όρθια, δηλαδή ξενυκτήσαμε άυπνοι και βαστάζαμε το αντίσκινο με τα χέρια μας, αξέχαστη μαρτυρική βραδειά. Αφού ξημέρωσε σταμάτησε η βροχή, ετοιμοσθήκαμε για πορεία, προχωρήσαμε αρκετά χιλιόμετρα περάσαμε τον Αώο ποταμό, μάλιστα με την οπισθοχώρηση οι Ιταλοί είχαν κόψη την γέφυρα, και την είχε φτιάξη το μηχανικό μας ξύλινη, και το βράδυ φθάσαμε σε ένα χωριό ονομαζόμενο Γκολέμι.
Εμείς, οι παρέα μου προχωρήσαμε προς το επάνω μέρος του χωριού ήτο κάτι καλύβες με χόρτο σκεπασμένες η μία καλύβα είχε δύο χωρίσματα , στο ένα μέρος η παρέα μου και στο άλλο μέρος άλλη παρέα. Τέλος όταν μπήκαμε μέσα όπως είμεθα πολύ κουρασμένοι , ταλαιπωριμένοι, βρεμένοι βγάλαμε τον γελιό μας και όλα εν γένει να ξεκουραστούμε, και να φάμε τίποτα που δυστυχώς είχαμε ελάχιστα για να φάμε. Οι άλλοι παρέα άναψαν φωτιά να ζεσταθούν και να στεγνώξουν τα ρούχα τους, αλλά έβαλαν πολλά ξύλα, και άναψε η σκεπή τής καλύβας, αμέσως μάς έπνιξε ο καπνός, και σε λίγα λεπτά λαμπάδιασε ολόκληρη . Πεταχτύκαμε έξω πανικόβλιτοι αρπάξαμε τα πράγματά μας δεν προλάβαμε όμως να τα πάρουμε όλα , εμένα μού κάηκαν οι μπαλάσκες μου γεμάτες σφαίρες και το ξίφος μου, επίσης κάηκε μία χλαίνη και άλλα πράγματα, επίσης κάηκαν και τής άλλης παρέας. Τώρα απ΄έξω από την καλύβα είχαν φτιάξει πολλά αντίσκινα οι φαντάροι, και τους είπαμε φύγεται παιδιά είνε σφαίρες μέσα και χειρομοβίδες, έπειτα από λίγο άρχισαν να σκάζουν. Η εικόνα έδειχνε ωσάν να γινόταν μάχη, μάλιστα ήλθαν από άλλο τάγμα τσολιάδες με εφ΄όπλου λόνχη για ενίσχυση, νομίζοντας πως έγινε συμπλοκή με τους Ιταλούς !!! Εγώ επήγα και ξενύχτησα μέσα σε ένα σπίτη, την άλλη ημέρα κατεβήκαμε πιο κάτω από το χωριό ήτο ένας μικρός κάμπος με χαμόκλαδα, εκεί απλόσαμε τα ρούχα μας να στεγνώξουν.
Έξαφνα έγινε πολύ χαμηλά μνιά αερομαχία, χτύπησε η σάλπιγγα τού τάγματος συναγερμό, ακίνητοι παιδιά πέσαμε πριμηδόν τις μάσχες εις θέσιν προστασίας, μήπως μάς ρίξουν ασφυξιογόνα αέρια. Η αερομαχία σε λίγο σταμάτησε μάλιστα ρίξανε ένα οι δικοί μας, και μάς είπαν οι αξιωματικοί να φύγουμε γιατί μάς είδαν οι Ιταλοί, και θα έλθουν να μάς βομβαρδίσουν και όπως έγινε. Αλλά εμείς φύγαμε και φθάσαμε σε άλλο χωριό άλλο χωριό ονόματι Κολώνια, λίγο πιο κάτω από το χωριό σε ένα αυχένα με χαμόκλαδα περάσαμε όλη την ημέρα καθηλομένη από την αεροπορία, ερχόντανε κάθε λίγο σμήνη, ευτυχώς που δεν μάς ανακάλυψαν θα είχαμε πολλές απόλιες. Τέλος με την δύση τής ημέρας σταμάτησαν και άρχισαν οι λόχοι να φτιάξουν σισίτιο να μαγερέψουν.
Εμείς φτιάξαμε τα αντίσκοινά μας στρώσαμε κάτω στο αντίσκινο και φταίρες για πιο καλύτερα να κοιμηθούμε, δυστυχώς δεν πέρασε ούτε μία ώρα εδόθη διαταγή να ετοιμασθούμε να φύγουμε, και να ανεβούμε πιο πάνω σε ένα ύψωμα ονόματι Μάλι-σπάτ.
Χωρίς να προλάβουμε να φάμε να ξεκουραστούμε ή και να κοιμηθούμε τα εγκαταλείψαμε όλα και φύγαμε. Έπειτα από ένα χιλιόμετρο αρχίσαμε να ανεβαίνουμε επάνω στο χιονισμένο ύψωμα Μάλι-σπάτ. Άρχισε λοιπόν η ανάβασις του υψώματος, όσο προχωρούσαμε τόσο περισσότερο χιόνι ήτο. Φθάσαμε σε ύψος 40 έως 50 πόντους (χιόνι), εκεί εδόθη η διαταγή να χωριστούμε οι λόχοι οι δημηρίες και οι ομάδες τής κάθε δημηρίας, δηλαδή η κάθε ομάδα αποτελείτο από 13 άνδρες. Εγώ με την ομάδα μου καθήσαμε σε ένα επίκαιρο μέρος στήσαμε το οπλολιβόλο, εκάθησε εκεί ένας σκοπός και οι άλλοι 12 μαζεμένοι σε ένα μέρος σκεπασμένοι με το αντίσκινο, και ανά μισή ώρα άλαζε ο σκοπός γιατί έκανε πολύ κρύο. Εκεί περάσαμε ολόκληρη την νύχτα άυπνοι, παγωμένοι, κουρασμένοι, και νηστικοί !
Περίπου μία ώρα νύχτα νέα διαταγή να προχωρήσουμε ν΄ανεβούμε στην κορυφή τού υψώματος, όλο το τάγμα επί ποδός ο κάθε λόχος έβγαλε ανοιχνευτάς, και τούτο μην πέσουμε απότομα επάνω στους Ιταλούς. Οι ανοιχνευταί μας όμως ή από φόβο ή από γκάφα, όπως εξέχανε τα κλαδιά μαύρα από το χιόνι νόμισαν πως ήτο Ιταλοί και φώναξαν στα όπλα – στα όπλα παιδιά ! και άρχισε πυρ αυτόματα κ.λ. επί ένα τέταρτο. Αφού διεπιστώθι ότι δεν είνε τίποτα σταματήσαμε, προδώσαμε όμως την θέσι μας. Οι Ιταλοί ήτο πιο πέρα ένα χιλιόμετρο και αρχίσανε να μάς βάλουν με τους όλμους και με αυτόματα. Εγώ ήμουν πρεμιδόν ευτυχώς, έσκασε ένα βλήμα όλμου μπροστά μου και με κτύπησε στο κεφάλι, φορούσα το κράνος και την γλύτωσα. <<Η ΚΥΡΑ ΠΑΝΑΓΙΑ ΗΤΟ ΜΑΖΙ ΜΟΥ>>.
Τώρα επάνω στο ύψωμα Μάλι-σπάτ που είχε ένα μέτρο χιόνι περίπου ημέρα Σάββατο 15 Δεκεβμρίου έτος 1940 όλη την ημέρα έβαλε ο λόχος πολυβόλων, επίσης και οι Ιταλοί μάς έβαλαν με όλμους και πολυβόλα. Διεδόθη ότι στις 6 η ώρα το βράδυ θα κάνουμε επίθεση με εφ΄όπλου λόνχη και πράγματι όταν ήλθε η ώρα εξ΄εδόθη η διαταγή και κάναμε την επίθεση 5ος 6ος και 7ος λόχος, και λίγο πίσω ο λόχος πολυβόλων. Οι Ιταλοί είχαν οχυρά μπετό-αρμέ, δηλαδή τσιμεντένια και συρματοπλέγματα. <<Εμείς τότε μάς εδόθη μνιά ουράνιος δύναμις πράγματι μάς εβοήθησε η κυρά Παναγιά, και κάναμε φταιρά>>. Ας είμεθα τόσο πολύ ταλεποριμένοι, άυπνοι, νηστικοί τρεις τέσσερες ημέρες τούς πλησιάσαμε πολύ κοντά. Μάλιστα ο 7ος λόχος πιαστήκανε στα χέρια, η μάχη διήρκεσε πολλές ώρες και από τα δύο μέρη υπήρξαν απόλυες. Αυτό το βράδυ τραυματίσθηκα και εγώ με διαμπερές τραύμα τού θώρακος από αυτόματο , και έπαθα και κρυοπαγήματα Β΄ βαθμού. Όταν τραυματίσθηκα αμέσως έκανα δύο στροφές προς τα οπίσω μήπως με κτυπήση και άλλη σφαίρα, τότε άρχισα και φώναζα παιδιά αδέλφια πάρτε με. Και ήλθαν τέσσερα παιδιά με έβαλαν επάνω στην κουβέρτα μου, έπιασαν τις τέσσερες άκρες τής κουβέρτας και με επήγανε ένα χιλιόμετρο πίσω που ήτο ο σταθμός επιδέσεως τραυματιών. Ήτο ένας γιατρός και αμέσως με έδεσε με τον ατομικόν επίθεσμον. Ήτο και άλλοι τραυματίαι και τυχαίος έπεσε ένα βλήμα όλμου και τραυμάτισε μερικούς.
Τότε εφύγαμε, εμένα με επήρε ένας στρατιώτης ονόματι Δάνας από το χωριό Γεράκι της Σπάρτης βαστώντας από την αμασχάλι, και έπειτα από τρεις ή τέσσερες ώρες ταλαιπορίας και κούρασι επάνω στα χιόνια κατεβήκαμε κάτω στο χωριό Κολώνια, που ήτο το ορυνό χειρουργείο. Εκεί μέσα σε ένα σπίτη ήτο γεμάτο τραυματίες είχε και Ιταλούς αιχμαλώτους τραυματίας ! Την άλλη ημέρα κατά το μεσημέρι περίπου ήλθε και εμένα η σειρά μου και με έδεσε σταυρωτά ο γιατρός επίδεσμο. Όσοι είμεθα βαριά τραυματίαι μάς έβαλαν στο πέτο ένα χαρτί που έγραφε να πάμε καβάλα στα μουλάρια, οι δε ημιονυγοί να τα πηγαίνουν τραβώντας και έτσι έγινε. Την ίδια ημέρα Κυριακή απόγευμα μάς εδιώξανε να πάμε στον Αώο ποταμό, μέχρι εκεί ερχότανε τα νοσοκομειακά λεοφορεία. Αξίζει να σημειωθή, προτού φύγουμε από το χειρουργείο ήλθε ένα αεροπλάνο Ιταλικό και επήρε φωτογραφίες.
Βαδίσαμε πλέον από τρεις ώρες περάσαμε από πού δύσκολους δρόμους λάσπες και πολλά νερά. Τέλος φθάσαμε στη γέφυρα τού Αώου ποταμού, εκεί ήτο μνιά μεγάλη αποθήκη τροφίμων, επέρασε η νύχτα και την άλλη ημέρα ήλθε το αυτοκίνητο και μάς επήρε. Μάς επήγε στο πρώτο πεδινό νοσοκομείο στη μονή Βελά, εκεί εκαθήσαμε μία εβδομάδα, έγραψα και ένα γράμμα, ήτο γεμάτο τραυματίες. Από εκεί εφύγαμε, μνιά βραδειά στα Γιάννενα, μνιά βραδειά στην Άρτα, μνιά βραδειά στο Μεσολόγγι και την άλλη ημέρα ξημέρονε Χριστούγενα ήλθε ένα νοσοκομειακό παρόρι, και μία ώρα νύχτα φύγαμε για τον Πειραιά. Το βράδυ με το ηλιοβασίλεμα φθάσαμε, μάς έγινε μεγάλη υποδοχή από τον κόσμο. Εγώ με επήγανε στο πρώτο στρατιωτικό νοσοκομείο στο Κολονάκι.
Εκεί κάθησα ένα μήνα προς νοσηλία εκτός από το τραύμα που μού κάνανε αλαγές , μού έκαναν και κάθε ένα τέταρτο τής ώρας διαθερμία στα πόδια για τα κρυοπαγήματα. Στο δωμάτιο που νοσηλευόμουν είμεθα όλοι- όλοι επτά τραυματίαι, είχαμε και νοσοκόμες εθελόντριες ιδικά εμείς είχαμε μνιά Κρητικοπούλα. Λοιπόν μνιά μέρα ήλθε επί τούτου να μάς ρωτήση έναν προς έναν τι τραύμα έχει ο καθένας μας. Όλοι οι άλλοι είχαν κρυοπαγήματα, εγώ ο μόνος που είχα κρυοπαγήματα και τραύμα διμπερές του θώρακος. Εκεί λοιπόν που με ρωτούσε (τι έχω) τής είπα το εξής « όσες σφαίρες ερχόντανε από εμπρός τις έπιανα, αυτή που με κτύπησε μού ήλθε από το πίσω μέρος και δεν μπόρεσα να την πιάσω»!!! Στην αρχή το πίστεψε αλλά γέλασαν οι άλλοι και το κατάλαβε ότι έπεσε σε γκάφα!!!
Τέλος αφού πέρασε ο μήνας επήρα αναρωτική άδεια ένα μήνα και συνέχισα να κάνω αλλαγές στο νοσοκομείο Σπάρτης. Όταν τελείωσε η αναρωτική άδεια είχαμε εντολή να παρουσιαζόμαστε στον 12ον λόχο τραυματιών στα Έμπεδα Ναυπλίου. Έπειτα μάς κύρυξε τον πόλεμο και η Γερμανία, και εμάς τούς τραυματίες μάς εδιώξανε για τα σπίτια μας, μετά μάς διαδέχθηκε η κατοχή!"
ΥΣΤΕΡΟΓΡΑΦΟΝ «Τραγούδια πολεμικά ή αναπηρικά»
Άναψαν τα τουφέκια μας και γίνανε καμίνι !!!
Και μέσα στις παλάσκε μας σφαίρες δεν έχουν μείνη !!! δις
Βρε Μάλι-σπάτ ατρόμητο και συρματοπλεγμένο !!
Μας έχεις κάψει την καρδιά παναθεματισμένο !!!
Βρε Μάλι-σπάτ ατρόμητο το φλάι και τα καλά σου !!!
Πολλά παιδάκια πέσανε και μείνανε δικά σου !!!
Βόηθα Χριστέ και Παναγιά ! και συ Άγια Σοφία !!!
Για να γλυτώσουν τα παιδιά από την Αλβανία !!!
Κορίτσια αλάκτε φορεσιά ! καλόγριες ντυθήτε !!!
Μα τής Ελλάδος τα παιδιά ! ποτέ δεν θα τα δήτε !!!
«ΕΤΕΡΟΝ» Στις Αλβανίας τα βουνά ! τα πεύκα τριγυρίζω !!!
Το χάρο ψάχνω για να βρω ! μα δεν τονέ γνωρίζω !!!
Το χάρο ψάχνω για να βρω ! μα δεν τονέ γνωρίζω !!!
Και ένα γλυκό ξημέρωμα ! τον χάρο ανταμώνω !!!
Κι ένα γλυκό ξημέρωμα ! και τού μηλώ με πόνο !!!
Άσεμε χάρε άσεμε ! άσεμε για να ζήσω !!!
Τ΄έχω γυναίκα και παιδιά !! πες μου που να τα΄αφήσω !!!
Τ΄έχω γυναίκα και παιδιά !!! πες μου που να τα΄αφήσω !!!
Στη δημοσίευση έχουμε διατηρήσει ατόφια τη γραφή του συντάκτη.
"Κατόπιν θερμής παρακλήσεως των εγγονών μου , Παναγιώτη Κ. Μπεμπέτσου και αδελφών Δημητρίου και Αθανασίου Βέργαδου, να γράψω εν περιλήψει την όλη ατομική μου περιπέτεια τού πολέμου τής Αλβανίας 40-41 εις ενθύμιον. Τις κακουχίες ταλαιπωρίες, που υποφέραμε από τον βαρύ χειμώνα στα βουνά τής Αλβανίας. Αλλά ο πανάγαθος Θεός δεν μας άφησε.
Ήταν ημέρα Κυριακή !! ξημέρωνε Δευτέρα !! που έστειλαν οι Ιταλοί τους πρέσβυ τους δωπέρα !!! που έστειλαν οι Ιταλοί τους πρέσβυ τους δωπέρα! Ένα θερμάνι στείλανε εντός τής τρεις η ώρα ! Να παραδώσουν τα κλειδιά κι ολόκληρη τη χώρα !!! Να παραδώσουν τα κλειδιά κι ολόκληρη τη χώρα !!! τρά λαλαλαλάμ- τρά λαλαλαλάμ- τρά λαλαλαλάμ !!!(δις ) Και ο λαός απήντισε !! ασέ να ξημερώση. Για να ξυπνήση ο τσολιάς να σού την παραδώση !!! Μα ο τσολιάς σαν ξύπνησε δεν έχει τι να κάνη !!!! ένα κανόνι βούτυξε με δέκα μέτρα κάνι !!! ένα κανόνι βούτυξε με δέκα μέτρα κάνι !!!
28 Οκτωβρίου 1940 ημέρα Δευτέρα πρωί ήτο τότε η εποχή τής σποράς.
Όλοι μας οι αγρότες ξεκινήσαμε να πάμε να σπείρουμε σιτάρι έως τής 9 η ώρα, είχαμε σπείρη δύο σποριές περίπου, έξαφνα ακούμε να κτυπούν οι καμπάνες, εμείς είμεθα κοντά στο χωριό. Αμέσως ζητήσαμε να μάθουμε , τι συμβαίνει , τι συμβαίνει βρε παιδιά !!! Μας κήρυξε τον πόλεμο η Ιταλία ! Αμέσως ξεπεζέψαμε όλοι οι αγρότες τα ζευγάρια και πήγαμε στο χωριό.
Διέδιδε κάθε λίγο το ραδιόφωνο έκτατο δελτίο ειδήσεων, και εν τω μεταξύ γενική επιστράτευσι , είκοσι κλάσεις υπό τα όπλα. Την άλλη ημέρα Τρίτη μάς είπε ο παπάς Παν. Γιαννακόπουλος να συκωθούμε 1 ώρα νύχτα θα γίνη θεία Λητουργία, και να μεταλάβουμε των αχράντων μυστηρίων και όπως έγινε !!! Μετά κατά την 10 η ώρα αποχαιρετίσαμε τους γονείς μας τις γυναίκες μας και όλλους εν γένει τους συγγενείς μας και πατριώτες μας και με θερμά δάκρυα αποχωρήσαμε, πήγαμε στη Σπάρτη.
Εκεί είχαν επιστρατευθή όλα τα αυτοκίνητα, και κάθε λίγο έφευγον για το ενδέκατο Σύνταγμα Τριπόλεως. Η επιστράτευσις γινόταν στην περιοχή τής Τεγέας, για λόγους ασφαλείας. Εκεί μείναμε σχεδόν μία εβδομάδα είχαν πολλές αποθήκες ιματισμού και όπλων, επήγα και εγώ σε μνιά αποθήκη να πάρω το δέμα ιματισμού, μέσα όμως στο δέμα, κατά τύχη ήτο η χλαίνη γυρισμένη δηλαδή παλιά, ήτο εκεί ένας αποθηκάριος ανθιπασπιτής τού λέγω κ. Ανθιπασπιτά με αυτή τη χλαίνη θα πάω στην Αλβανία ; θα κρυώσω. Τότε μού δίδη το χέρι του με ανεβάζει επάνω και μού λέγει πήγαινε μέσα και πάρε όποια θέλεις !!! Ήτο εξαιρετικό παιδί, μάλιστα τον έκανα και Δημηρίτη. Μέρα παρά μέρα φεύγανε διάφορες αποστολές για το μέτωπο.
Ήλθε και η σειρά μας και φύγαμε και φτιάξαμε για πρώτη φορά τα αντίσκινά μας στην Καλαμπάκα στα Μετέωρα εκεί μείναμε την πρώτη βραδυά.
Την άλλην ημέρα άρχισαν οι συνεχείς πορίες με όλο τον οπλισμό εν καιρώ εξστρατίας δηλαδή τον γελιό 25 έως 30 οκάδες βαρύς. Ξεκινήσαμε για το Μέτσοβο σχεδόν όλη την ημέρα πορεία , εκεί διανυκτερεύσαμε και την άλλη ημέρα ξανά πορεία περάσαμε πολλά χωριά, και το τελευταίο χωριό αυτής τής ημέρας ήτο το χωριό Κουτσούφλιανη.
Εκεί φθάσαμε έπειτα από μεγάλο χειμώνα, έριχνε ραγδεοτάτη βροχή και μεις βαδίζαμε πορία, βρεχθήκαμε ακόμη και στης αμασχάλες. Τέλος κατά την 9 η ώρα το βράδυ φθάσαμε κοντά στο χωριό εμείς ωσάν στραυοί από τον βαρύ χειμώνα σπάσαμε την πόρτα ενός καλυβιού και μπήκαμε μέσα, χωθήκαμε μέσα στις καλαμποκιές ίσια μόνον να είνε έξω το στόμα μας να αναπνέομε και να εισπνέομε, σηκωθήκαμε την άλλη ημέρα κατά τής 10 η ώρα !!! Το σπουδαίο ήτο ότι στεγνώξαμε τα ρούχα επάνω μας.
Τέλος συνεχίσαμε την πορεία, και το βράδυ φθάσαμε στην τοποθεσία ονόματι στον κάμπο τού Δεσπότη.
Εκεί καθήσαμε περίπου δύο ημέρες και ανασυκροτηθήκαμε όλη η Στρατιά Συντάγματος και Τάγματα και ξανά ξεκινήσαμε νέες πορίες περάσαμε την Κατάρα του Νομού Ιωαννίνων, και το βράδυ φθάσαμε πιό επάνω από τα Γιάννενα, ένα χωριό ονόματι Μάρμαρα. Εκεί διανυκτερεύσαμε που είχαμε μόνον μία κουβέρτα μέσα στο δρυμί ψύχος και πάγος. Κρυομένη παγωμένη άυπνοι και σχεδόν νηστικοί. Την άλλη ημέρα έπειτα από μακρυνή πορεία φθάσαμε σε ένα άλλο χωριό ονόματι Μηλιά. Είμεθα ολόκληρο το τάγμα πλήρες με τον λόχο πολυβόλων και μεταγωγικά του. Εκεί μείναμε μία εβδομάδα, το χωριό είνε σχεδόν μνιά χαράδρα και σε δάσος.
Πιο πάνω που ήτο ο ποταμός Καλαμάς έγινε η μεγάλη μάχη με τους Ιταλούς, και η δική μας αποστολή ήτο εάν τυχόν και σπάσουν οι Ιταλοί το μέτωπο, να τους περιμένουμε εμείς εκεί στη χαράδρα, δύο σχεδόν , ημερόνυχτα έβαζαν τα πυροβολικά μας , μάς ξεκουφάνανε. Τέλος έσπασε το μέτωπο των Ιταλών , και άρχισε η οπισθοχώρησις κυνηγόντας μέχρι τα υψώματα τού Τεμπελανίου.
«Αέρα, αέρα , φούσκωτον στο μπούτι ουρέ» (φώναζαν οι φαντάροι μας)!
Τότε και εμείς αρχίσαμε νέες πορίες , καινούργιες περιπέτειες , περάσαμε τον ποταμό Καλαμά , οίδαμε πολλούς Ιταλούς σκοτωμένους πήραμε πολλά λάφυρα , αποθήκες πυρομαχικών όπλων και τροφίμων και φθάσαμε στα σύναρά μας , εκεί καθήσαμε να ξεκουραστούμε. Εκεί ήτο δύο φυλάκια δικά μας και οι Ιταλοί στην αρχή τα καταλάβανε και μπήκανε στο έδαφος μας έπειτα από μεγάλη μάχη. Τότε μάς λέγουν οι αξιωματικοί μας «παιδιά τώρα μπαίνουμε στο Αλβανικό έδαφος να προσέξουμε πολύ, διότι θ’ αντιμετωπίσουμε ένα τάγμα θανάτου Αλπινιστάς, δηλαδή ο καλύτερος στρατός τού Μουσολίνη», εμείς απαντίσαμε στους αξιωματικούς μας είμεθα όλοι τάγματα θανάτου !!!
Προχωρήσαμε μέσα στο Αλβανικό έδαφος, περάσαμε χωριά, δεν υπήρχε κανένας και λάβαμε διαταγή να πάμε προς τους Αγίους Σαράντα, δηλαδή προς το παραλιακό μέτωπο. Φθάσαμε σε ένα χωριό, δεν πέρασε μία ώρα και ήλθε εσπευμένος ένας σύνδεσμος να ξαναπάμε πίσω και να πάμε προς το κεντρικό μέτωπο, διότι ανήκαμε στη τέταρτη Μεραρχία τής Πελοποννήσου, που θεορείτο η καλύτερη, μάλιστα είχε ονομασθή ΣΙΔΗΡΑ!!! Αυτή ήτο η μεγαλύτερη πορεία που κάναμε, σε όλο το διάστημα τού πολέμου, δηλαδή 24 ώρες συνεχείς πλήν μιάς ώρας. Μάλιστα διεδώθη ότι σπάσανε οι Ιταλοί το μέτωπο και πάμε εσπευμένος προς ενύσχιση, αλλά ήτο ψέμα! Τέλος με τον γυρισμό που κάναμε, πήγαμε προς το χωριό Δέλβινο, εκεί βρήκαμε Έλληνες και Ελληνοπούλες, μάς υποδέχθηκαν με μεγάλη χαρά. Χορέψαμε για λίγο, βάλανε την Ελληνική σημαία, και μάς δώσανε ψωμί μπομπότα και φάγαμε.
Τώρα μπροστά μας υπήρχε ένα ύψωμα με χιόνι, μάς είπαν οι αξιωματικοί μας «παιδιά θ΄ ανεβούμε επάνω στο ύψωμα να το ανυχνεύσουμε, πιθανόν να βρούμε υπολείματα Ιταλών», και πράγματι έγινε αυτό δεν βρήκαμε τίποτε και μετά από ταλαιπορία και κούρασι μπήκαμε στο Αργυρόκαστρο. Οι πρώτοι είμεθα εμείς, εκεί βρήκαμε Έλληνες , ήπιαμε καφέ, αγοράσαμε ψωμί από φούρνους και έπειτα από μία ώρα φύγαμε έξω από την πόλι και φτιάξαμε τ΄ αντίσκινά μας σε ένα αυχένα. Αυτό το βράδυ μού έμεινε αξέχαστο, όλη την νύχτα έβρεχε κατεγίδες, να έχει πολύ δυνατόν αέρα να μην αφίνει ούτε αντίσκοινα όρθια, δηλαδή ξενυκτήσαμε άυπνοι και βαστάζαμε το αντίσκινο με τα χέρια μας, αξέχαστη μαρτυρική βραδειά. Αφού ξημέρωσε σταμάτησε η βροχή, ετοιμοσθήκαμε για πορεία, προχωρήσαμε αρκετά χιλιόμετρα περάσαμε τον Αώο ποταμό, μάλιστα με την οπισθοχώρηση οι Ιταλοί είχαν κόψη την γέφυρα, και την είχε φτιάξη το μηχανικό μας ξύλινη, και το βράδυ φθάσαμε σε ένα χωριό ονομαζόμενο Γκολέμι.
Εμείς, οι παρέα μου προχωρήσαμε προς το επάνω μέρος του χωριού ήτο κάτι καλύβες με χόρτο σκεπασμένες η μία καλύβα είχε δύο χωρίσματα , στο ένα μέρος η παρέα μου και στο άλλο μέρος άλλη παρέα. Τέλος όταν μπήκαμε μέσα όπως είμεθα πολύ κουρασμένοι , ταλαιπωριμένοι, βρεμένοι βγάλαμε τον γελιό μας και όλα εν γένει να ξεκουραστούμε, και να φάμε τίποτα που δυστυχώς είχαμε ελάχιστα για να φάμε. Οι άλλοι παρέα άναψαν φωτιά να ζεσταθούν και να στεγνώξουν τα ρούχα τους, αλλά έβαλαν πολλά ξύλα, και άναψε η σκεπή τής καλύβας, αμέσως μάς έπνιξε ο καπνός, και σε λίγα λεπτά λαμπάδιασε ολόκληρη . Πεταχτύκαμε έξω πανικόβλιτοι αρπάξαμε τα πράγματά μας δεν προλάβαμε όμως να τα πάρουμε όλα , εμένα μού κάηκαν οι μπαλάσκες μου γεμάτες σφαίρες και το ξίφος μου, επίσης κάηκε μία χλαίνη και άλλα πράγματα, επίσης κάηκαν και τής άλλης παρέας. Τώρα απ΄έξω από την καλύβα είχαν φτιάξει πολλά αντίσκινα οι φαντάροι, και τους είπαμε φύγεται παιδιά είνε σφαίρες μέσα και χειρομοβίδες, έπειτα από λίγο άρχισαν να σκάζουν. Η εικόνα έδειχνε ωσάν να γινόταν μάχη, μάλιστα ήλθαν από άλλο τάγμα τσολιάδες με εφ΄όπλου λόνχη για ενίσχυση, νομίζοντας πως έγινε συμπλοκή με τους Ιταλούς !!! Εγώ επήγα και ξενύχτησα μέσα σε ένα σπίτη, την άλλη ημέρα κατεβήκαμε πιο κάτω από το χωριό ήτο ένας μικρός κάμπος με χαμόκλαδα, εκεί απλόσαμε τα ρούχα μας να στεγνώξουν.
Έξαφνα έγινε πολύ χαμηλά μνιά αερομαχία, χτύπησε η σάλπιγγα τού τάγματος συναγερμό, ακίνητοι παιδιά πέσαμε πριμηδόν τις μάσχες εις θέσιν προστασίας, μήπως μάς ρίξουν ασφυξιογόνα αέρια. Η αερομαχία σε λίγο σταμάτησε μάλιστα ρίξανε ένα οι δικοί μας, και μάς είπαν οι αξιωματικοί να φύγουμε γιατί μάς είδαν οι Ιταλοί, και θα έλθουν να μάς βομβαρδίσουν και όπως έγινε. Αλλά εμείς φύγαμε και φθάσαμε σε άλλο χωριό άλλο χωριό ονόματι Κολώνια, λίγο πιο κάτω από το χωριό σε ένα αυχένα με χαμόκλαδα περάσαμε όλη την ημέρα καθηλομένη από την αεροπορία, ερχόντανε κάθε λίγο σμήνη, ευτυχώς που δεν μάς ανακάλυψαν θα είχαμε πολλές απόλιες. Τέλος με την δύση τής ημέρας σταμάτησαν και άρχισαν οι λόχοι να φτιάξουν σισίτιο να μαγερέψουν.
Εμείς φτιάξαμε τα αντίσκοινά μας στρώσαμε κάτω στο αντίσκινο και φταίρες για πιο καλύτερα να κοιμηθούμε, δυστυχώς δεν πέρασε ούτε μία ώρα εδόθη διαταγή να ετοιμασθούμε να φύγουμε, και να ανεβούμε πιο πάνω σε ένα ύψωμα ονόματι Μάλι-σπάτ.
Χωρίς να προλάβουμε να φάμε να ξεκουραστούμε ή και να κοιμηθούμε τα εγκαταλείψαμε όλα και φύγαμε. Έπειτα από ένα χιλιόμετρο αρχίσαμε να ανεβαίνουμε επάνω στο χιονισμένο ύψωμα Μάλι-σπάτ. Άρχισε λοιπόν η ανάβασις του υψώματος, όσο προχωρούσαμε τόσο περισσότερο χιόνι ήτο. Φθάσαμε σε ύψος 40 έως 50 πόντους (χιόνι), εκεί εδόθη η διαταγή να χωριστούμε οι λόχοι οι δημηρίες και οι ομάδες τής κάθε δημηρίας, δηλαδή η κάθε ομάδα αποτελείτο από 13 άνδρες. Εγώ με την ομάδα μου καθήσαμε σε ένα επίκαιρο μέρος στήσαμε το οπλολιβόλο, εκάθησε εκεί ένας σκοπός και οι άλλοι 12 μαζεμένοι σε ένα μέρος σκεπασμένοι με το αντίσκινο, και ανά μισή ώρα άλαζε ο σκοπός γιατί έκανε πολύ κρύο. Εκεί περάσαμε ολόκληρη την νύχτα άυπνοι, παγωμένοι, κουρασμένοι, και νηστικοί !
Περίπου μία ώρα νύχτα νέα διαταγή να προχωρήσουμε ν΄ανεβούμε στην κορυφή τού υψώματος, όλο το τάγμα επί ποδός ο κάθε λόχος έβγαλε ανοιχνευτάς, και τούτο μην πέσουμε απότομα επάνω στους Ιταλούς. Οι ανοιχνευταί μας όμως ή από φόβο ή από γκάφα, όπως εξέχανε τα κλαδιά μαύρα από το χιόνι νόμισαν πως ήτο Ιταλοί και φώναξαν στα όπλα – στα όπλα παιδιά ! και άρχισε πυρ αυτόματα κ.λ. επί ένα τέταρτο. Αφού διεπιστώθι ότι δεν είνε τίποτα σταματήσαμε, προδώσαμε όμως την θέσι μας. Οι Ιταλοί ήτο πιο πέρα ένα χιλιόμετρο και αρχίσανε να μάς βάλουν με τους όλμους και με αυτόματα. Εγώ ήμουν πρεμιδόν ευτυχώς, έσκασε ένα βλήμα όλμου μπροστά μου και με κτύπησε στο κεφάλι, φορούσα το κράνος και την γλύτωσα. <<Η ΚΥΡΑ ΠΑΝΑΓΙΑ ΗΤΟ ΜΑΖΙ ΜΟΥ>>.
Τώρα επάνω στο ύψωμα Μάλι-σπάτ που είχε ένα μέτρο χιόνι περίπου ημέρα Σάββατο 15 Δεκεβμρίου έτος 1940 όλη την ημέρα έβαλε ο λόχος πολυβόλων, επίσης και οι Ιταλοί μάς έβαλαν με όλμους και πολυβόλα. Διεδόθη ότι στις 6 η ώρα το βράδυ θα κάνουμε επίθεση με εφ΄όπλου λόνχη και πράγματι όταν ήλθε η ώρα εξ΄εδόθη η διαταγή και κάναμε την επίθεση 5ος 6ος και 7ος λόχος, και λίγο πίσω ο λόχος πολυβόλων. Οι Ιταλοί είχαν οχυρά μπετό-αρμέ, δηλαδή τσιμεντένια και συρματοπλέγματα. <<Εμείς τότε μάς εδόθη μνιά ουράνιος δύναμις πράγματι μάς εβοήθησε η κυρά Παναγιά, και κάναμε φταιρά>>. Ας είμεθα τόσο πολύ ταλεποριμένοι, άυπνοι, νηστικοί τρεις τέσσερες ημέρες τούς πλησιάσαμε πολύ κοντά. Μάλιστα ο 7ος λόχος πιαστήκανε στα χέρια, η μάχη διήρκεσε πολλές ώρες και από τα δύο μέρη υπήρξαν απόλυες. Αυτό το βράδυ τραυματίσθηκα και εγώ με διαμπερές τραύμα τού θώρακος από αυτόματο , και έπαθα και κρυοπαγήματα Β΄ βαθμού. Όταν τραυματίσθηκα αμέσως έκανα δύο στροφές προς τα οπίσω μήπως με κτυπήση και άλλη σφαίρα, τότε άρχισα και φώναζα παιδιά αδέλφια πάρτε με. Και ήλθαν τέσσερα παιδιά με έβαλαν επάνω στην κουβέρτα μου, έπιασαν τις τέσσερες άκρες τής κουβέρτας και με επήγανε ένα χιλιόμετρο πίσω που ήτο ο σταθμός επιδέσεως τραυματιών. Ήτο ένας γιατρός και αμέσως με έδεσε με τον ατομικόν επίθεσμον. Ήτο και άλλοι τραυματίαι και τυχαίος έπεσε ένα βλήμα όλμου και τραυμάτισε μερικούς.
Τότε εφύγαμε, εμένα με επήρε ένας στρατιώτης ονόματι Δάνας από το χωριό Γεράκι της Σπάρτης βαστώντας από την αμασχάλι, και έπειτα από τρεις ή τέσσερες ώρες ταλαιπορίας και κούρασι επάνω στα χιόνια κατεβήκαμε κάτω στο χωριό Κολώνια, που ήτο το ορυνό χειρουργείο. Εκεί μέσα σε ένα σπίτη ήτο γεμάτο τραυματίες είχε και Ιταλούς αιχμαλώτους τραυματίας ! Την άλλη ημέρα κατά το μεσημέρι περίπου ήλθε και εμένα η σειρά μου και με έδεσε σταυρωτά ο γιατρός επίδεσμο. Όσοι είμεθα βαριά τραυματίαι μάς έβαλαν στο πέτο ένα χαρτί που έγραφε να πάμε καβάλα στα μουλάρια, οι δε ημιονυγοί να τα πηγαίνουν τραβώντας και έτσι έγινε. Την ίδια ημέρα Κυριακή απόγευμα μάς εδιώξανε να πάμε στον Αώο ποταμό, μέχρι εκεί ερχότανε τα νοσοκομειακά λεοφορεία. Αξίζει να σημειωθή, προτού φύγουμε από το χειρουργείο ήλθε ένα αεροπλάνο Ιταλικό και επήρε φωτογραφίες.
Βαδίσαμε πλέον από τρεις ώρες περάσαμε από πού δύσκολους δρόμους λάσπες και πολλά νερά. Τέλος φθάσαμε στη γέφυρα τού Αώου ποταμού, εκεί ήτο μνιά μεγάλη αποθήκη τροφίμων, επέρασε η νύχτα και την άλλη ημέρα ήλθε το αυτοκίνητο και μάς επήρε. Μάς επήγε στο πρώτο πεδινό νοσοκομείο στη μονή Βελά, εκεί εκαθήσαμε μία εβδομάδα, έγραψα και ένα γράμμα, ήτο γεμάτο τραυματίες. Από εκεί εφύγαμε, μνιά βραδειά στα Γιάννενα, μνιά βραδειά στην Άρτα, μνιά βραδειά στο Μεσολόγγι και την άλλη ημέρα ξημέρονε Χριστούγενα ήλθε ένα νοσοκομειακό παρόρι, και μία ώρα νύχτα φύγαμε για τον Πειραιά. Το βράδυ με το ηλιοβασίλεμα φθάσαμε, μάς έγινε μεγάλη υποδοχή από τον κόσμο. Εγώ με επήγανε στο πρώτο στρατιωτικό νοσοκομείο στο Κολονάκι.
Εκεί κάθησα ένα μήνα προς νοσηλία εκτός από το τραύμα που μού κάνανε αλαγές , μού έκαναν και κάθε ένα τέταρτο τής ώρας διαθερμία στα πόδια για τα κρυοπαγήματα. Στο δωμάτιο που νοσηλευόμουν είμεθα όλοι- όλοι επτά τραυματίαι, είχαμε και νοσοκόμες εθελόντριες ιδικά εμείς είχαμε μνιά Κρητικοπούλα. Λοιπόν μνιά μέρα ήλθε επί τούτου να μάς ρωτήση έναν προς έναν τι τραύμα έχει ο καθένας μας. Όλοι οι άλλοι είχαν κρυοπαγήματα, εγώ ο μόνος που είχα κρυοπαγήματα και τραύμα διμπερές του θώρακος. Εκεί λοιπόν που με ρωτούσε (τι έχω) τής είπα το εξής « όσες σφαίρες ερχόντανε από εμπρός τις έπιανα, αυτή που με κτύπησε μού ήλθε από το πίσω μέρος και δεν μπόρεσα να την πιάσω»!!! Στην αρχή το πίστεψε αλλά γέλασαν οι άλλοι και το κατάλαβε ότι έπεσε σε γκάφα!!!
Τέλος αφού πέρασε ο μήνας επήρα αναρωτική άδεια ένα μήνα και συνέχισα να κάνω αλλαγές στο νοσοκομείο Σπάρτης. Όταν τελείωσε η αναρωτική άδεια είχαμε εντολή να παρουσιαζόμαστε στον 12ον λόχο τραυματιών στα Έμπεδα Ναυπλίου. Έπειτα μάς κύρυξε τον πόλεμο και η Γερμανία, και εμάς τούς τραυματίες μάς εδιώξανε για τα σπίτια μας, μετά μάς διαδέχθηκε η κατοχή!"
ΥΣΤΕΡΟΓΡΑΦΟΝ «Τραγούδια πολεμικά ή αναπηρικά»
Άναψαν τα τουφέκια μας και γίνανε καμίνι !!!
Και μέσα στις παλάσκε μας σφαίρες δεν έχουν μείνη !!! δις
Βρε Μάλι-σπάτ ατρόμητο και συρματοπλεγμένο !!
Μας έχεις κάψει την καρδιά παναθεματισμένο !!!
Βρε Μάλι-σπάτ ατρόμητο το φλάι και τα καλά σου !!!
Πολλά παιδάκια πέσανε και μείνανε δικά σου !!!
Βόηθα Χριστέ και Παναγιά ! και συ Άγια Σοφία !!!
Για να γλυτώσουν τα παιδιά από την Αλβανία !!!
Κορίτσια αλάκτε φορεσιά ! καλόγριες ντυθήτε !!!
Μα τής Ελλάδος τα παιδιά ! ποτέ δεν θα τα δήτε !!!
«ΕΤΕΡΟΝ» Στις Αλβανίας τα βουνά ! τα πεύκα τριγυρίζω !!!
Το χάρο ψάχνω για να βρω ! μα δεν τονέ γνωρίζω !!!
Το χάρο ψάχνω για να βρω ! μα δεν τονέ γνωρίζω !!!
Και ένα γλυκό ξημέρωμα ! τον χάρο ανταμώνω !!!
Κι ένα γλυκό ξημέρωμα ! και τού μηλώ με πόνο !!!
Άσεμε χάρε άσεμε ! άσεμε για να ζήσω !!!
Τ΄έχω γυναίκα και παιδιά !! πες μου που να τα΄αφήσω !!!
Τ΄έχω γυναίκα και παιδιά !!! πες μου που να τα΄αφήσω !!!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου